- αναπαραστατικός
- -ή, -όο ικανός ή κατάλληλος για αναπαράσταση*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαριστώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον θεολόγο και καθηγητή τού Πανεπιστημίου Ιγνάτιο Μοσχάκη. ως επίθ. τού ουσ. «δύναμις»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπαριστάνω — και αναπαριστώ παριστάνω κάτι εκ νέου, κάνω αναπαράσταση, περιγράφω ή εκτελώ με ακρίβεια παρωχημένο γεγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αναπαριστώ μαρτυρείται από το 1888 στον Ιταλό δημοσιογράφο και συγγραφέα Αντ. Φραβασίλη. ΠΑΡ. αναπαράσταση,… … Dictionary of Greek
εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος … Dictionary of Greek